ὀξυτονούμενος

ὀξυτονούμενος
ὀξυτονέω
pronounce with an acute accent
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… …   Dictionary of Greek

  • επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”